Cart
No products in the cart.
Μέσα στον απέραντο ωκεανό πληροφοριών του διαδικτύου και τα γαλήνια πελάγη των forum και κοινοτήτων ναργιλέ, έχω συναντήσει πολλάκις σκόπελους όπως : “Ποια είναι η καλύτερη γεύση ναργιλέ που έχετε δοκιμάσει;”, ή “Πείτε μου τις πέντε αγαπημένες σας γεύσεις ναργιλέ” ΄ή το προσωπικό μου αγαπημένο “Αν ναυαγούσατε σε ένα νησί και μπορούσατε να έχετε μαζί σας μονάχα μια γεύση ναργιλέ, ποια θα ήταν αυτή;”.
Οι συγκεκριμένες ερωτήσεις, είναι απόλυτα εύλογες και αναμενόμενες, καθώς ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος προσπαθεί να διευρύνει τους γευστικούς του ορίζοντες, δοκιμάζοντας δημοφιλείς επιλογές, διασφαλίζοντας έτσι εν μέρει ότι δε θα πέσει σε σίγουρη απογοήτευση. Βέβαια, είναι εξίσου σημαντικό να γίνεται αντιληπτό ότι δεν έχουμε όλοι τα ίδια γούστα αλλά ούτε και τις ίδιες ανάγκες όταν καπνίζουμε ένα ναργιλέ. Το σημερινό μας άρθρο θα στοχεύσει να εξηγήσει τις διαφορές ανάμεσα στους καπνιστές ναργιλέ και τα είδη αυτών, καταλήγοντας στο τι ταιριάζει στον καθένα, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκει.
Ας αρχίσουμε από τα βασικά, με έναν κανόνα απαράβατο σε όλους τους τομείς της ζωής μας: Η εμπειρία μας, καθορίζει τις αντοχές μας. Όπως ένας αθλητής που σηκώνει βάρη για χρόνια καταφέρνει να επιτύχει ένα υψηλό και αξιοζήλευτο επίπεδο επιδόσεων, κι ανιθε΄τως ένας αρχάριος στην πρώτη του εβδομάδα εγγραφής στο γυμναστήριο ξεκινάει από τις ευκολότερες ασκήσεις, έτσι κι οι καπνιστές. Κάποιος που μπαίνει για πρώτη φορά στο χώρο του ναργιλέ, ενδείκνυται να επιλέγει προϊόντα με χαμηλή έως και καθόλου περιεκτικότητα σε νικοτίνη (ξανθό ή κόκκινο καπνό, φύλλα τσαγιού, κ.α), ώστε να ομαλοποιεί τη μετάβαση του, ενώ αντίθετα ένας πεπειραμένος καπνιστής ναργιλέ είναι ικανός, αλλά και πιθανό, να απολαύσει περισσότερο επιλογές με υψηλότερη περιεκτικότητα σε νικοτίνη (μαύρος καπνός, φύλλα πούρου) που θα τον “γεμίσουν” και θα καλύψουν τις ανάγκες του.
Φυσικά καταλαβαίνετε πως υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο “ετοιμότητας” κάθε καπνιστή ναργιλέ. Όπως λέει κι η λέξη, ας επικεντρωθούμε σε αυτό. Στους καπνιστές κανονικού τσιγάρου αλλά και τους μη καπνιστές. Θα ξεκινήσουμε ανάποδα. Ένας οργανισμός παρθένος στη νικοτίνη, που δεν χρησιμοποιεί οποιαδήποτε άλλη μέθοδο πρόσληψης νικοτίνης, είτε αυτό ονομάζεται τσιγάρο, iqos, ηλεκτρονικό, snus κ.ο.κ, είναι απολύτως φυσιολογικό κι αναμενόμενο να πάθει μεγαλύτερο “σοκ” δοκιμάζοντας για πρώτη φορά ναργιλέ. Χαρακτηριστικά, από προσωπική μου εμπειρία, μην έχοντας δοκιμάσει τίποτα από τα προαναφερθέντα, δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου φορά. Ήδη από τις πρώτες τζούρες, η επίδραση της νικοτίνης με ζάλισε αμέσως, αναγκάζοντας με να πάρω αγκαλιά μια κολώνα που βρισκόταν δίπλα μου, σαν να είχα ρίξει άγκυρα! Και οι “παρενέργειες” δεν σταματούν εκεί. Ποσότητες νικοτίνης τις οποίες δεν έχει συνηθίσει ο οργανισμός μπορεί να προκαλέσουν πονοκέφαλο, τάσεις για εμετό, πονόκοιλο, ναυτία και γενικά δυσφορία, και φυσικά, άμεσες επισκέψεις στην τουαλέτα. Προς αποφυυγή όλων των παραπάνω, είναι φρόνιμο οι νέοι καπνιστές να προσπαθούν να βάλουν τον οργανισμό τους στη διαδικασία της σταδιακής προσαρμογής, δοκιμάζοντας κάθε φορά μέχρι εκεί που νιώθουν ότι τους “παίρνει”, και ανεβάζοντας φορά με τη φορά τη βαρύτητα σε περίπτωση που το επιθυμούν.
Αντιθέτως, ένας καπνιστής είναι πολύ πιθανό να έχει αντιμετωπίσει συμπτώματα όπως τα παραπάνω πολλά χρόνια πριν. Με τον οργανισμό του να είναι μαθημένος στην πρόσληψη νικοτίνης, διατρέχει πολύ μικρότερους κινδύνους να “του πέσει βαρύς” ο ναργιλές. Φυσικά, το κάπνισμα τσιγάρου και ναργιλέ είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Είναι ενδεικτικό, πως από την εμπειρία μου αλλά και από συζήτηση με καπνιστές τσιγάρου και ναργιλέ, πολύ σπάνια θα συναντήσεις φανατικούς και των δύο “σπορ” ταυτόχρονα. Οι περισσότεροι συνήθως επιλέγουν στρατόπεδα. Ακόμη κι ο τρόπος καπνίσματος των δύο διαφέρει, για να μην αναφερθώ καν στο κομμάτι της γεύσης και της μιξολογίας, που είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ των δύο, γεγονός που κατά πολύ εξηγεί στα μάτια μου το λόγο για τον οποίο συμβαίνει αυτό το φαινόμενο. Ένας καπνιστής τσιγάρου ωστόσο, μπορεί ευκολότερα να πλοηγηθεί στα ψηλότερα ράφια περιεκτικότητας νικοτίνης σε καπνούς ναργιλέ, χωρίς να βιώσει σωματικές επιπτώσεις. Πιθανώς να μην ανταπεξέλθει και πάλι πλήρως σε πολύ βαριές επιλογές, αλλά ήδη έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να δοκιμάσει μεγαλύτερη γκάμα καπνού, και μάλιστα γρηγορότερα.
Αν θέλουμε να πάμε ένα βήμα παραπάνω, συνδέοντας την πρώτη μας κατηγοριοποίηση με την επόμενη, μπορούμε να μιλήσουμε για μια ακόμη ιδιαίτερη “κάστα” καπνιστών: τους λάτρεις των πούρων. Η βιομηχανία του ναργιλέ, τα τελευταία χρόνια πειραματίζεται εκτενώς και έχει γείρει τη ρότα της προς τα φύλλα πούρου, στην προσπάθειά της να τεστάρει τα ΄όρια του καπνίσματος ναργιλέ και να ιντριγκάρει περισσότερο τους μεγαλύτερους enthusiasts της. Ένας cigar lover επομένως, είναι πολύ πιθανό να δελεαστεί να δοκιμάσει έναν καπνό από φύλλα πούρου, με πλούσια νικοτίνη, σύνθετη και βαθιά γεύση, κι ένα αποτέλεσμα αυθεντικά καπνικό που όχι μόνο θα του θυμίσει την αγαπημένη του συνήθεια, αλλά ίσως του ξεκλειδώσει νέες γεύσεις και αισθήσεις.
Ξεκινάμε λοιπόν από φύλλα τσαγιού με μηδενική ή ελάχιστη νικοτίνη, για μια απαλή και ευχάριστη εμπειρία καπνίσματος με έμφαση στο γευστικό αποτέλεσμα. Συνεχίζουμε με ξανθό ή κόκκινο καπνό με μεσαία περιεκτικότητα σε νικοτίνη, για να βρούμε την ισορροπία μεταξύ της γεύσης και της αίσθησης της ικανοποίησης από το “γέμισμα” που προσφέρει η νικοτίνη. Κλείνουμε με μαύρο καπνό ή φύλλα πούρου με υψηλή περιεκτικότητα που θα τέρψουν και τους πιο έμπειρους και απαιτητικούς καπνιστές.
Είναι επίσης σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο καθένας μας γνωρίζει τα όρια του εαυτού του, και συνίσταται να δοκιμάζει και να προχωράει σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες και αντοχές. Το γεγονός ότι μπορεί να ανήκει ή να μην ανήκει σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες δε σημαίνει ότι του υπαγορεύει αλλά ούτε και του απαγορεύει να παίξει σε πιο εύκολες ή δύσκολες “πίστες”.
H δεύτερη κατηγοριοποίηση που θα εξετάσουμε, είναι σαφώς πιο “θολή” και αφορά τα γευστικά κριτήρια.
Κάποιοι από εμάς αγαπούν τα φρούτα, άλλοι τα επιδόρπια κι άλλοι τα ποτά. Υπάρχουν φανατικοί συγκεκριμένων γεύσεων κι άλλοι που θα σου πουν “βάλε μου ό,τι θέλεις εκτός από …”. Υπάρχουν αυτοί που δοκιμάζουν συνεχώς νέους συνδυασμούς και πειραματίζονται, είτε κάτω από φαινομενικά “ασφαλή” πλαίσια είτε κάνοντας χρήση των πιο τρελών τους ιδεών και φαντασίας, δημιουργώντας πρωτοποριακά, ασυνήθιστα μιξ. Υπάρχουν αυτοί που καπνίζουν πάντα την ίδια γεύση, κυρίως οι πιο παραδοσιακοί τύποι, που καπνίζουν διπλό μήλο, μέντα ή σταφύλι. Υπάρχουν εκείνοι που θαυμάζουν τα μπαχάρια και προτιμούν γεύσεις τύπου “pan” όπως το ξακουστό Pan Raas, ή εκείνοι που προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις λιγούρες τους καπνίζοντας, από bacon και τυρί, μέχρι μέλι, βάφλες και σοκολάτα. Φυσικά, υπάρχουν κι οι φαν του καπνού που επιλέγουν πιο φυσικές, unflavored γεύσεις, φέρνοντας στο προσκήνιο τα φυσικά αρώματα του ίδιου του καπνού συνδυασμένα με τις αγαπημένες τους απαλές, διακριτικές νότες άλλων αρωμάτων να τα συμπληρώνουν.
Όσον αφορά αυτόν το διαχωρισμό, θα μπορούσαμε να ενσωματώσουμε και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει να καπνίσει ο καθένας μας. Η επιλογή μας στο πήλινο που θα χρησιμοποιήσουμε, το διαχειριστή θερμότητάς και την καθεαυτή θερμότητα που ΄δίνουμε στο πήλινο, το στρώσιμο του καπνού, ακόμη και την επιλογή του ναργιλέ ή το επίπεδο του νερού στη γυάλα, επηρεάζουν σημαντικά τόσο την εμπειρία του καπνίσματος μας, όσο κι επακολούθως την τελική μας άποψη για μια γεύση.
Για να συνοψίσουμε, κι επειδή δε θέλω να σας κουράζω, δεν υπάρχει ο “ιδανικός” καπνός ή ο “καλύτερος” καπνός εκεί έξω. Χρησιμοποιώντας τα σωστά κριτήρια που αναφέραμε παραπάνω: την προτίμηση γεύσης, τη βαρύτητα του καπνού, την εξοικείωση με τη νικοτίνη γενικότερα, αλλά και τις προσωπικές αντοχές, είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε στον κατάλληλο δρόμο που θα μας οδηγήσει στον προορισμό που επιζητούμε. Οι περισσότεροι λαχταρούν αυτόν ακριβώς τον προορισμό: την απόλαυση και τη χαλάρωση που προσφέρει ένας ωραίος ναργιλές. Στη μεγάλη εικόνα όμως σημασία έχει πάντοτε και το ταξίδι. Το ταξίδι είναι αυτό που θα λειτουργήσει ως πυξίδα για να σιγουρευτείτε οτι βαδίζετε σωστά.
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος…